- σκοτομήνιος
- -ον, Ασκοτεινός και ασέληνος («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -μήνιος (< μήν, μηνός «μήνας, φεγγάρι»), πρβλ. νεο-μήνιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτομήνιος — dark and moonless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομήνιον — σκοτομήνιος dark and moonless masc/fem acc sg σκοτομήνιος dark and moonless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομήνιοι — σκοτομήνιος dark and moonless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομηνία — ἡ, Α [σκοτομήνιος] σκοτομήνη* … Dictionary of Greek